- δυσφιλής
- δυσφιλήςhatefulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσφιλής — δυσφιλής, ές (Α) μισητός … Dictionary of Greek
δυσφιλῆ — δυσφιλής hateful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυσφιλής hateful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυσφιλής hateful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσφιλές — δυσφιλής hateful masc/fem voc sg δυσφιλής hateful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek